πολυκουρδίζω

πολυκουρδίζω
Ν
1. κουρδίζω κάτι περισσότερο από όσο πρέπει
2. κουρδίζω κάτι πολύ συχνά
3. μτφ. εξερεθίζω κάποιον πολύ συχνά ή πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + κουρδίζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”